- ἐπιναυπηγοῦνται
- ἐπιναυπηγέωbuild upon the shippres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιναυπηγώ — ἐπιναυπηγῶ, έω (Α) εποικοδομώ, συναρμολογώ επάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου («ἐπιναυπηγοῡνται πυργοῡχοι καὶ ἐπ’ αὐτῶν πυργία δύο») … Dictionary of Greek